- γεροκομείο
- και γεροκομειό, τοβλ. γηροκομείο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γηροκομείο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 98 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. * * * και γεροκομείο και γηροκομείο και γεροκομειό, το (Μ γηροκομεῑον και γηροκομειόν) οίκημα όπου διαμένουν και περιθάλπονται γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
γραιοκομείο — το ίδρυμα στο οποίο περιθάλπονται άπορες γριές, γηροκομείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραία + κομείο < κόμος < κομώ «φροντίζω». Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Παν. Χιώτη. Αντ αυτής σήμερα χρησιμοποιούνται οι λέξεις γεροκομειό* και γηροκομείο*] … Dictionary of Greek